Φυτό |
ελληνικά |
Δίψακος |
Λατινικά |
Dipsacus fullonum L., Dipsacus silvester A.Kern., Dipsacus sylvestris Huds., Dipsacus sativus (L.) Scholler, Dipsacus sylvestris, Dipsacus silvester Huds., Dipsacus silvestris Huds., Dipsacus sylvester, Dipsacus fullonum L. p.p. |
μέρος του φυτού | Ρίζα |
|
Μή ὁμαδοποιημένες Ασθένειες & Χρήσεις |
Βακτηριοκτόνο, Βοηθά στην πέψη, Διουρητικόν, Κατά τοῦ ἀποστήματος, Μαντραβίτσα, Ἀντιβακτηριακό, Ἀντιβακτηριακός παράγων, Ἀντι-οίδημα, Οίδημα, Ουρική αρθρίτιδα, Πονοκέφαλος, Ἀπόστημα, Ἀποστήματα |
Καρκίνος |
Καρκίνος, Ἀντικαρκινικόν, Ἀντι-καρκινογόνο |
|
|