Φυτό |
ελληνικά |
Κώνειο, Κώνειον το στικτόν, Κώνειο το στικτόν, Κατσαμπούνα, Κιρκούτα, Τσαμπουδκιά |
Λατινικά |
Conium maculatum LINN., Cicuta maculata* Lam., Conium maculatum |
μέρος του φυτού | Καρπός, Ρίζα, Σπόρος, Φύλλο |
|
Μή ὁμαδοποιημένες Ασθένειες & Χρήσεις |
Αναισθητικό, Αναλγητικά, Γονόρροια, Επιληψία, Κατά τοῦ ἀποστήματος, Κατά τῆς γονόρροιας, Κοκκύτης, Ἀναισθητικό, Ἀναλγητικό, Ἀναφροδισιακό, Νεύρωση, Ἀντιεπιληπτικό, Ἀντισπασμωδικό, Πόνοι, Πόνος, Ἀπόστημα, Ἀποστήματα, Σύφιλη, Ψώρα, Ψωρίαση |
Καρκίνος |
Αντι-καρκινογόνο, Καρκίνος, Καρκίνος του δέρματος, Ἀντικαρκινικόν, Ἀντι-Καρκινικόν (Δέρμα), Ἀντι-καρκινογόνο, ἈντιΚαρκινομικός |
Αντενδείξεις |
Παραισθησιογόνο, τοξικά |
Παραδοσιακή κινέζικη ιατρική |
Παραδοσιακή κινέζικη ιατρική |
Συστατικά |
  | Αιθέριο έλαιο, Αλκαλοειδή, Λίπος, Πρωτεΐνη |
|
|