Φυτό |
Οικογένεια | Burseraceae |
ελληνικά |
Μύρρο |
Λατινικά |
Commiphora myrrha (T.Nees) Engl., Balsamea myrrha Baill., Balsamodendrum myrrha T.Nees, Commiphora molmol (Engl.) Engl. ex Tschirch, Commiphora myrrha HOLMES, Balsamea myrrha Engl., Balsamodendron myrrha Nees v. Esenb., Balsamodendrum myrrha T. Nees, Commiphora mol-mol |
|
Μή ὁμαδοποιημένες Ασθένειες & Χρήσεις |
Αναισθητικό, Βακτηριοκτόνο, Βήχας, Βρογχίτιδα, Ἀναισθητικό, Ἀνθεκτικόν, Ἀνορεξία, Ἀντιβακτηριακό, Ἀντιβακτηριακός παράγων, Ἀντι-βρογχικό, Ἀντιμυκητικόν, Ἀντιμυκητικός παράγων, Ἀντιφλεγμονώδες, Ἀντιφλεγμονώδης, Ουλίτιδα, Φλεγμονή |
Παραδοσιακή κινέζικη ιατρική |
Παραδοσιακή κινέζικη ιατρική |
Συστατικά |
  | Αιθανικό οξύ, Αιθέριο έλαιο, Γαλακτόζη, Καουτσούκ, Μεθανικό οξύ, Μετακρεσόλη, Πρωτεΐνη, Ρητίνη, Χοληστερόλη |
|
|