Φυτό |
ελληνικά |
Κόνιζα η καναδική |
Λατινικά |
Erigeron canadensis L., Conyza canadensis (L.) Cronquist, Erigeron canadensis, Erigeron canadense L., Conyza canadensis L. Cronquist |
|
Μή ὁμαδοποιημένες Ασθένειες & Χρήσεις |
ðiária, Αιμορραγία, Αιμορροΐδες, Αντιδιαρροϊκό, Αντιελμινθικό, Βακτηριοκτόνο, Διάρροια, Διουρητικόν, Ἀνθεκτικόν, Ἀνθελμινθικά, Ἀνθελμινθικό, Ἀντι-αιμορραγική, Ἀντιαιμορραγικό, Ἀντι-αιμορροϊδικόν, Ἀντιβακτηριακό, Ἀντιβακτηριακός παράγων, Ἀντιδιαρροϊκή, Ἀντιδιαρροϊκό, Ἀντι-δυσεντερικό, Ἀντιελμινθικά, Ἀντιελμινικό, Ἀντιελμιτικό, Ἀντιφλεγμονώδες, Ουλίτιδα, Ουρική αρθρίτιδα, Πυρετός, Σεξουαλικώς μεταδιδόμενο νόσημα, Τυφοειδής πυρετός, Τύφος |
Γυναικεῖες ασθένειες |
Ἀμηνόρροια, Ἀπουσία περιόδου εμμήνου ρύσεως |
Τροφές |
Καρύκευμα, Μπαχαρικό |
Παραδοσιακή κινέζικη ιατρική |
Παραδοσιακή κινέζικη ιατρική |
Θρησκεία & Μαγία |
Μαγεία |
Συστατικά |
  | Αιθέριο έλαιο, Ηλεκτρικό οξύ, Τανίνη |
|
|