Φυτό |
ελληνικά |
Πετασίτης |
Λατινικά |
Petasites hybridus (L.) G.Gaertn., B.Mey. & Scherb., Petasites officinalis Moench., Petasites ovatus Hill., Petasites vulgaris Desf., Tussilago petasites L., Petasites officinalis, Petasites ovatus, Petasites vulgaris, Petasites hybridus L. |
μέρος του φυτού | Άνθος, Ρίζα, Φύλλο |
|
Μή ὁμαδοποιημένες Ασθένειες & Χρήσεις |
kríoma, Αλλεργία, Αλλεργίες, Αναλγητικά, Αποχρεμπτικό, Άσθμα, Βήχας, Βοηθά στην πέψη, Βρογχίτιδα, Διάστρεμμα, Διουρητικόν, Επιληψία, Ημικρανία, Ισχιαλγία, Κοιλιακή κράμπα, Κοιλιακό πρόβλημα, Κοινό κρυολόγημα, Ἀλεργική ρινίτιδα, Ἀλλεργία, Ἀλλεργικές ασθένειες, Ἀναλγητικό, Ἀντι-αλλεργικό, Ἀντι-ασθματικό, Ἀντι-βρογχικό, Ἀντιεπιληπτικό, Ἀντισπασμωδικό, Ἀντιφλεγμονώδες, Οξεία ιογενής ρινοφαρυγγίτιδα, Οξεία κορύζα, Ουρική αρθρίτιδα, Ουρολοίμωξη, Πανούκλα, Πανώλη, Πόνοι, Πονοκέφαλος, Πόνος, Πυρετός, Συγκυρίες του ήπατος |
Καρκίνος |
Αντι-καρκινογόνο, Ἀντι-καρκινογόνο, ἈντιΚαρκινομικός |
Γυναικεῖες ασθένειες |
Εγκυμοσύνη, Ἀμηνόρροια, Ἀπουσία περιόδου εμμήνου ρύσεως |
Παραδοσιακή κινέζικη ιατρική |
Παραδοσιακή κινέζικη ιατρική |
Θρησκεία & Μαγία |
Μαγεία |
Συστατικά |
  | Αιθέριο έλαιο, Αλκαλοειδή, Κουερσετίνη, Πηκτίνη, Στεατικό οξύ |
|
|