Φυτό |
Οικογένεια | Lauraceae |
ελληνικά |
Δάφνη η ευγενής, Βάγια, Βαγια, Δάφνη, Δάφνη η του απόλλωνα, Δάφνη του απόλλωνα, Δαφνη |
Λατινικά |
Laurus nobilis Linne, Laurus vulgaris Bauh. |
μέρος του φυτού | Αιθέριο έλαιο, Καρπός, Καρπός, Καρπός, Καρπός, Καρπός, Ρίζα, Φύλλο |
|
Μή ὁμαδοποιημένες Ασθένειες & Χρήσεις |
ðiária, Αέρια εντέρου, Αντιδιαρροϊκό, Αποχρεμπτικό, απώλεια τριχοφυΐας, Βακτηριοκτόνο, Βοηθά στην πέψη, Διάρροια, Διάστρεμμα, Διουρητικόν, Έγκαυμα, Κατά τοῦ ἀποστήματος, Κοιλιακή κράμπα, Κοιλιακό πρόβλημα, Ἀνθεκτικόν, Ἀνορεξία, Ἀντιβακτηριακό, Ἀντιβακτηριακός παράγων, Ἀντιδιαρροϊκή, Ἀντιδιαρροϊκό, Ουρική αρθρίτιδα, Πόνοι στους μυς, Πονοκέφαλος, Ἀπόστημα, Ἀποστήματα |
Καρκίνος |
Καρκίνος, Καρκίνος του προστάτη, Ἀντικαρκινικόν, Ἀντικαρκινικόν (Προστάτης), Ἀντι-καρκινογόνο |
Γυναικεῖες ασθένειες |
Άμβλωση, Γυναικεῖες ασθένειες, Έκτρωση, Ἀμβλωση, Ἀμβλωτικόν, Ἀμηνόρροια, Όλες οι ασθένειες των γυναικών, Ἀπουσία περιόδου εμμήνου ρύσεως |
Τροφές |
Καρύκευμα, Μπαχαρικό |
Ἂλλες χρήσεις |
Ναρκωτικό |
Παραδοσιακή κινέζικη ιατρική |
Παραδοσιακή κινέζικη ιατρική |
Συστατικά |
  | Αιθανικό οξύ, Αιθέριο έλαιο, Βενζαλδεΰδη, Βόριο, Βουτανάλη, Βουτανικό οξύ, Βουτανόλη, Εξανικό οξύ, Θυμόλη, Καουτσούκ, Κιναμωμικό οξύ, Κουερσετίνη, Λίπος, Μαγγάνιο, Μεθανικό οξύ, Μεθανόλη, Μεθυλοπροπανικό οξύ, Πεντανικό οξύ, Πιπεριδίνη, Προπανικό οξύ, Προπανόνη, Τολουόλιο, Υδροκινόνη, Χαλκός |
|
|