Φυτό |
ελληνικά |
Αρρενοπτέριξ, Φτέρη, Φτερίκι |
Λατινικά |
Dryopteris filix-mas (L.) Schott, Aspidium filix-mas (L.) Sw., Nephrodium filix-mas (L.) Rich., Polypodium filix-mas L., Aspidium filix mas Sw., Nephrodium filix mas, Polypodium filix-mas, Dryopteris filix mas |
|
Μή ὁμαδοποιημένες Ασθένειες & Χρήσεις |
Αναλγητικά, Αντιελμινθικό, Βακτηριοκτόνο, γrípi, Γρίπη, Ιλαρά, Κιρσοί, Μηνιγγίτιδα, Ἀναλγητικό, Ἀνθεκτικόν, Ἀνθελμινθικά, Ἀνθελμινθικό, Ἀντιαιμορραγικό, Ἀντιβακτηριακό, Ἀντιβακτηριακός παράγων, Ἀντιγριππικόν, Ἀντιελμινθικά, Ἀντιελμινικό, Ἀντιελμιτικό, Ἀντιφλεγμονώδες, Ἀντιφλεγμονώδης, Ουρική αρθρίτιδα, Πνευμονία, Πόνοι, Πόνος, Πυρετός, Φλεγμονή |
Γυναικεῖες ασθένειες |
Άμβλωση, Έκτρωση, Ἀμβλωση, Ἀμβλωτικόν |
Αντενδείξεις |
τοξικά |
Παραδοσιακή κινέζικη ιατρική |
Παραδοσιακή κινέζικη ιατρική |
Θρησκεία & Μαγία |
Μαγεία |
Συστατικά |
  | Αιθέριο έλαιο, Άμυλο, Βουτανικό οξύ, Γλυκόζη, Ζάχαρη, Λίπος, Μεθυλοπροπανικό οξύ, Οργανικό οξύ, Τανίνη, Χρωστική |
|
|